- μεναίχμης
- μεν-αίχμης, ου, [dialect] Dor. [suff] μεν-αίχμᾱς, α, ὁ,A staunch soldier, Anacr.70(dub.): as Adj.,
χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84
(Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84
(Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεναίχμης — μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α) 1. αυτός που αντέχει στη μάχη 2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» με δυνατό, ατρόμητο χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ αίχμης, φυγ αίχμης] … Dictionary of Greek
μεναίχμης — staunch soldier masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεναῖχμα — μεναίχμης staunch soldier masc voc sg (doric) μεναίχμης staunch soldier masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεναίχμην — μεναίχμης staunch soldier masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεναίχμου — μεναίχμης staunch soldier masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μενεγχής — μενεγχής, ές (Α) μεναίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν τού μένω + εγχής (< ἔγχος «ακόντιο, κοντάρι»), πρβλ. δολιχ εγχής] … Dictionary of Greek
μεναίχμᾳ — μεναίχμᾱͅ , μεναίχμης staunch soldier masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)